- ουρμάζω
- ωριμάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. διαλ., τού ωριμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγούρμαστος — η, ο αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη, άγουρος, αγίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + γουρμαστός < γουρμάζω < ουρμάζω < ωριμάζω] … Dictionary of Greek